Στα δύο προηγηθέντα μέρη (πατήστε εδώ ή εδώ) , μιλήσαμε, εν συνόψει, για δύο εξαιρετικά σημαντικές πτυχές ενός γεγονότος της σημερινής Ελλάδας. Δηλαδή, το πώς θα έπρεπε να δούμε την οπισθοδρόμηση στα «ορθολογιστικά φώτα του 18ου αι.». Η σημερινή ελλαδική κοινωνία εμβαπτίζεται, σε σημαντικό της μέρος που, λόγω της παρακμής της ζωής του ή λόγω ιδεολογίας,(η μετακένωσις του Κοραή υπήρξε κυρίαρχη ιδεολογία από την αρχή, εξ άλλου) θέλει να χαρακτηρίζεται δυτικό ή ευρωπαϊκό, μπορεί ή δεν μπορεί να το εκφράση έτσι, στα μελανά ύδατα του μηδενός, που, όπως αναφέρει και ο Ζακ Ελλύλ, υπήρξε η ασύνειδη πρόθεση του αστού, από την εποχή του Βολταίρου και της ριζοσπαστικής μορφής της Μασωνίας (στην οποία στασιάζεται αν ο ίδιος ανήκε όπως ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος).

Εξορθολογισμός, ο κυρίαρχος.
Αυτό το μηδέν είναι ακριβώς ό,τι απομένει βλέποντας τα συντρίμμια της αστικής ιδεολογίας να ρημάζουν· ο ουμανισμός, η ιδεολογία της ευτυχίας, έχουν ήδη καταντήση από τις επίγονες μορφές της αστικής τάξης, ιδίως από την επιφανειακά «ριζοσπαστική», αλλά βαθιά ενσωματωμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία, πτέρυγά της, περίγελα. Ουδείς διαβασμένος σήμερα μπορεί να θεωρήση, ότι η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη» μπόρεσε να επιφέρη κάτι περισσότερο από ένα «ευχολόγιο», και μετά περισσότερη αποικιοκρατία, περισσότερη εκμετάλλευση, πείνα και ένδεια για ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα του κόσμου, και, επ’εσχάτοις, ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς. Ο πολύς κος Φουκώ ήδη αντέτασσε ένα «φιλοσοφικό γέλιο» σε όλα αυτά, όπως έλεγε. Ο Νίτσε, προφήτης και ενσαρκωτής του μηδενισμού της σημερινής εποχής, ήδη είχε κατορθώση να δη την απουσία βάσης για τα ιδεώδη του αστού, για την «επιστημονική» εντιμότητά του κτό., παρά το ότι ο ubermensch(υπεράνθρωπος) που προσέβλεπε ήταν ένα πορτραίτο μολυσμένο από όλα αυτά τα γνωρίσματα της υπαρκτής αστικής τάξης. Όλα αυτά, όμως, δεν πτοούν αυτούς που θέλουν να ξανακάνουμε τα ίδια, να πιστέψουμε στα ίδια αδιέξοδα πράγματα από την αρχή: να πιστέψουμε, στην ορθολογικότητα, στην παραγωγικότητα, στην ανταγωνιστικότητα, στην επιστήμη και στην τεχνοεπιστήμη. Αυτά, λένε, θα μας σώσουν, αυτά θα μας βγάλουν από το αδιέξοδό μας· έτσι, πρέπει να μισήσουμε ό,τι έρχεται σε αντίθεση με αυτά, έστω με ένα διακριτικό τρόπο, να το βάλουμε στην άκρη. Δεν θα πάμε μπροστά με τα «Κύριε, ελέησον». Άλλωστε, το «πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς», έτσι δεν είναι; Να φροντίσουμε να είμαστε εργατικοί, χρήσιμοι, χρησιμοθήρες στο κάτω- κάτω. Όχι σπουδές «θεωρητικές», θεολογικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, ανούσιες, όχι για το ειδέναι, αυτά ξεπεράστηκαν πια· αλλά σπουδές αυστηρά προσανατολισμένες στην παραγωγικότητα, στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου που θα συντελεστεί, άλλωστε, όπως λέει κι ο οικονομολόγος Φρίντμαν, με τα trickle-down economics. Έτσι θα πάμε στον δρόμο της «πρόοδου», στον δρόμο της Ευρώπης και όχι της καθυστέρησης. Προπαγάνδα; Αναμφίβολα. Αλλά βλέπετε πόση πέραση έχει; Και πώς και η επίσημη ελλαδική Αριστερά είναι βαθύτατα ενσωματωμένη σε αυτά από την εποχή του Μαρξ που έλεγε στις «θέσεις για τον Φόυερμπαχ», ότι το σημαντικό είναι να αλλάξουμε τον κόσμο και όχι να τον καταλάβουμε, όπως αυτοί οι παλιάνθρωποι φιλόσοφοι; Marx dixit*, σου λέει, ca suffit.