Ο Arnold Toynbee(+1975) από πολύ παληά είχε αντιληφθεί, ότι ο Ορθόδοξος πολιτισμός, έτεινε να εκδυτικιστεί, δηλαδή να καταποθεί στην μεγαλή χοάνη του «Δυτικού πολιτισμού», όπως και οι άλλοι. Από την άλλη, ο Έλληνας μεγάλος κοινωνικός φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης το παρατηρεί -με φρίκη και με πένθος- αυτό στα τελευταία του έργα, π.χ. στον «Θρυμματισμένο κόσμο» και θεωρεί, όπως και ο απολογητής της Δύσης Φιλίπ Νεμό(βλ. «Τι είναι η Δύση;», εκδ. Εστία), πως σε αυτό συνετέλεσε αποφασιστικά η Ενωμένη Ευρώπη, δηλαδή η ένταξη της Ελλάδας σε αυτήν.
Αυτό, δυστυχώς, δεν είναι ένα «διανοουμενίστικο» πρόβλημα ή κάτι με το οποίο ασχολούνται οι λόγιοι και οι «στοχαστές». Είναι ένα πρόβλημα που εμποδίζει αποφασιστικότατα και θεμελιωδώς κάθε απόφαση για αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη και όντως, αμεσοποιημένη δημοκρατία. Διότι ο δυτικός πολιτισμός, ιδιαίτερα ο σημερινός, είναι ένας πολιτισμός πια ριζικά ατομικιστικός και μηδενιστικός.
Αν, όπως έλεγαν οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ στην «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» ιστορική και «μοιραία» κατάληξη του αστικού Διαφωτισμού στάθηκαν ο Καντ, ο (επαναστατημένος ατομιστής, και αντιανθρωπιστής) Νίτσε και ο …Μαρκήσιος ντε Σαντ(«ερωτικός αθεϊστής», ως γνωστόν, ηδονιστής στο έπακρον και λάτρης των ρωμαϊκών οργίων), η ελλαδική πρόσληψη του «Διαφωτισμού» -διότι μην νομίζετε, ότι δεν προσλαμβάνεται από τον, π.χ., ταξιτζή της γειτονιάς μας/σας- είναι ένας χυδαίος πρωταγορισμός, δηλαδή σχετικισμός και υποκειμενισμός του τύπου «όπως καπνίσει στον καθένα είναι το καλό»-δεν υπάρχει καλό. Συνακόλουθα, έρχονται η υποταγή (στα πονηρά κατεστημένα, στους κρατούντες αντί για τον Κτίσαντα), η υποκρισία σε όποιες εναπομένουσες- τυπικές κοινωνικές συμβάσεις κτο..
Θα περιμέναμε από την Αριστερά σήμερα να αρθρώσει ένα διαφορετικό Λόγο, να τονίσει την κοινότητα, την κοινωνία(sobornost, που λέγαν και κάποιοι -σλαβόφιλοι- Ρώσσοι φιλόσοφοι, όντως Πατερικότατα), το ομοθυμαδόν, την «ερωτική» ζωή για το καλό του φτωχού, του αδικημένου, του κατατρεγμένου που πραγματώθηκε σ τ η ν π ρ ά ξ η, ιστορικά σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε ένα κλίμα αγιασμένο από το Πνεύμα. Όμως, βλέπουμε συχνότατα το αντίθετο, 35 ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση των λειψάνων της «εθνικοφροσύνης»: παραίτηση, αμελέτητο(αγραμματοσύνη, κοινώς), μηδενισμός, αντιπαραδοσιακό πνεύμα, φιλοτομαριστικός κοσμοπολιτισμός. Και μετά από όλα αυτά, αναρωτιούνται οι «θεωρητικοί» και οι στοχαστές της: μα γιατί, αφού ο καπιταλισμός φανερώνει το γκροτέσκ, φρικαλέο πρόσωπό του μέσα από τον ακροδεξιό νεοφιλελευθερισμό, η Υπαρκτή Αριστερά και τα κινήματα λιμνάζουν, δεν εμπνέουν τον πολύ κόσμο; Δεν σκέπτονται τα οικονομικά τους, ταξικά έστω, συμφέροντα;
Η απάντηση είναι, για εμάς, τους Ορθοδόξους και «χριστιανοσοσιαλιστές», προφανής: δεν μπορεί να εμπνεύσει ένας αγώνας στηριγμένος στην άρνηση του θεμελίου «ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες», έστω μέσα από σύγχυση απίθανη και άγνοια θηριώδη. Όπως είχε πει κάποτε και ο Ροζέ Γκαρωντύ, ο Χριστιανισμός θα δώσει στον Σοσιαλισμό την αιώνια προοπτική. Χωρίς αυτήν, θα μείνει ένα τραγικά μειοψηφικό, ουτοπιστικό μέσα στον ακραίο «ορθολογισμό» και «ρεαλισμό» του, κίνημα. Ακόμη, εκτός του φυσικού πνευματικού του χώρου.
Αλλά «όστις ποιήσει και διδάξει, ούτως μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών».Αν δεν διδάξουμε, έστω… 10 άτομα, κατά τον Χρυσόστομο, με το παράδειγμά μας, δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε. Και ένα μεγάλο μέρος της Διοικούσας, ιδιαίτερα, Εκκλησίας, παραμένει τραγικά ανυποψίαστο για την αγαπητική επαναστατική δυναμική που θα έπρεπε να βιώνει και να μεταδίδει. Μένει τραγικά ανυποψίαστο, ακόμη, για το τι επέφερε την (παραπάνω) μεταπολιτευτική κατάπτωση και χωρίζει, άκρως αντορθόδοξα, το πνευματικό από το κοινωνικό και κατ’επέκταση πολιτικό ακόμη και σήμερα. Έχουμε, αδελφοί, την θέληση να ανατρέψουμε αυτή την θανατερή κατάσταση;