
Αν και ο θεσμός της οικογένειας ανάγκασε τους άνδρες, για να γίνουν μονογαμικοί, ένα διπλό μέτρο σεξουαλικής συμπεριφοράς πάντοτε έκλεινε το μάτι στις συχνές τους διαλλείψεις από αυτό το ιδανικό, ενώ τιμωρούσε τις γυναίκες για τις ίδιες διακοπές, συνήθως με αγριωπή σοβαρότητα. Το διπλό μέτρο ήταν ίσως η πιο σημαντική μόνη επιρροή που εν τέλει έφερε την οικογένεια σε δυσφημία. Ο εικοστός αιώνας, δυστυχώς, έχει προσπαθήσει να επανορθώσει αυτή την οφθαλμοφανή αδικία θεσμίζοντας ένα μονό μέτρο σεξουαλικής αδειοδότησης, ενόσω το σωστό γιατρικό είναι ένα πιο απαιτητικό μέτρο σεξουαλικής πιστότητας και ένας πιο απαιτητικός ορισμός της υπευθυνότητας των γονιών στα παιδιά τους. Μία «οικογενειακή πολιτική» σχεδιασμένη να στρέψει αυτή την υπευθυνότητα στο κράτος δεν είναι καθόλου μια λύση. Ούτε είναι μία «ριζοσπαστική» λύση. Απλώς θα ενέκρινε το σχήμα του γραφειοκρατικού ατομικισμού που ήδη υφίσταται, στο οποίο το κράτος αναλαμβάνει τις λειτουργίες ανατροφής που πρότερα ήταν συσχετισμένες με την γονικότητα και αφήνει τους ανθρώπους ελεύθερους να απολαύσουν τους εαυτούς τους ως καταναλωτές. Μία τέτοια λύση μας καθιστά όλους παιδιά. Ο κόσμος μπορεί να κάνει χωρίς ένα «ριζοσπαστισμό» που προτείνει μόνο να φέρει τους υπάρχοντες διακανονισμούς στη λογική τους συνέπεια: η απορρόφηση της δημόσιας ζωής από το κράτος και η καταστροφή των ενδιάμεσων θεσμών με τον επανορισμό τους ως ομάδων πίεσης ή «[εδαφικά] παραρτήματα τρόπων ζωής» (κατά την έκφραση του Ρόμπερτ Μπέλα) στα οποία τα άτομα αφήνονται ελεύθερα να κυνηγήσουν αμιγώς ατομικά συμφέροντα και απολαύσεις.
Εφ’όσον η Ρούμπιν αναμιμνήσκεται την δεκαετία των 60, ώστε να υποστηρίξει τον αμφίβολό της ισχυρισμό ότι τα ριζοσπαστικά κινήματα αυτής της δεκαετίας βρήκαν την έσχατή τους τελειότητα στον φεμινισμό, θα ήταν μια καλή ιδέα να υπενθυμίσουμε στους εαυτούς μας ότι η δεκαετία του 60 είδε μια αναβίωση της κοινοτιστικής παράδοσης που έχει ανέκαθεν συνυπάρξει με την κυρίαρχη φιλελεύθερη παράδοση. Η διαφωνία μεταξύ των κοινοτιστών και των φιλελεύθερων αγγιστρώνεται σε αντιφατικές συλλήψεις του εαυτού. Εκεί που οι φιλελεύθεροι συλλαμβάνουν τον εαυτό ως ουσιαστικά κατάφορτο και ελεύθερο να επιλέξει μέσα από ενα ευρύ φάσμα εναλλακτικών, οι κοινοτιστές επιμένουν ότι ο εαυτός είναι συντεταγμένος μέσα και αποτελούμενος από την παράδοση, την πολιτογράφηση σε μια ιστορικά ριζωμένη κοινότητα. Οι φιλελεύθεροι θεωρούν την παράδοση ως μία συλλογή προκαταλήψεων που προσκόπτει το άτομο, προκειμένου να καταλάβει τις δικές του ανάγκες. Εκθειάζουν τον κοσμοπολιτισμό απέναντι στον επαρχιωτισμό [σ.ph.: είδος τοπικότητας/τοπικισμού] που στα μάτια τους ενθαρρύνει την συμμόρφωση και την δυσανεξία. Οι κοινοτιστές, από την άλλη, απαντούν ότι «η δυσανεξία φυτρώνει το πιο πολύ», καταπώς το λέει ο Μάικλ Σάντελ, «εκεί που οι μορφές της ζωής είναι εξαρθρωμένες, οι ρίζες εκτοπισμένες, οι παραδόσεις αναιρεμένες.» (more…)