Η «Ζωή Νυχτοφόρος» είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου που κυκλοφορήθηκε το Μάιο του 2022 από τις εκδόσεις Αρμός. Στη συνέχεια, θα παρατεθούν 3 κριτικές απόψεις. Οι 2 εκφωνήθηκαν στην ζωντανή παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.
1. Δομημένη από στέρεους χαρακτήρες και απλωμένη σ’ ένα σκηνικό ερεβώδες και θολό, η ιστορία του Νεκτάριου θα μπορούσε να σταθεί επάξια δίπλα σε εκείνες που μας έχει δώσει ο Πόε τόσο σκηνογραφικά όσο και ψυχογραφικά.
Η πλοκή, τυλιγμένη σφιχτά σε ένα συνεχές μυστήριο που όμοιό του συναντούμε στα γραπτά του Άρθουρ Κόναν Ντόυλ ή της Άννας Κάθριν Γκριν, δεν εξαντλείται αποκλειστικά σε μια ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία, αλλά δεξιοτεχνικά αγκαλιάζει την πραγματικότητα γύρω μας και εισχωρεί στην ίδια τη δομή της κοινωνίας μερικές φορές για να την επιβεβαιώσει και κάποιες άλλες για να την αποδομήσει.
Η κοφτερή και ιδιαίτερη πένα του Νεκτάριου δεν μπορεί παρά να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη. Η κάθε λέξη, η κάθε πρόταση αντανακλά τον κόπο και την έρευνα του συγγραφέα, καθώς παντρεύει αρμονικά ζητήματα κοινωνικά, ιστορικά και θρησκευτικά, χωρίς τίποτα περιττό ή κουραστικό στις μόλις 196 σελίδες του μυθιστορήματος.
Πρωταγωνίστρια η Μαριαλένα Ξένου. Μια γυναίκα που στη συγκεκριμένη καμπή της ζωής της έρχεται αντιμέτωπη με την απώλεια και τη μοναξιά. Πασχίζει όμως με κάθε τρόπο να σταθεί στα πόδια της και να διαχειριστεί τα καινούρια δεδομένα. Ο πολυετής γάμος της καταρρέει, βρίσκεται σε διάσταση με τον σύζυγό της, αναγκάζεται να αποχωρίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα το παιδί της, στεναχωριέται για τον πατέρα της, ο οποίος πάσχει από άνοια και είναι κλεισμένος σε ένα γηροκομείο. Και το αποκορύφωμα όλων: ο θάνατος της μητέρας της.
Εκεί στο νεκροταφείο, ξεκινά το νήμα της ιστορίας. Ένα μισοθαμμένο αντικείμενο θα γίνει η αφορμή για να οδηγηθεί η Μαριαλένα, εντελώς αναπάντεχα, στην ανακάλυψη μιας στυγερής δολοφονίας και να βρεθεί μπλεγμένη σε έναν καλοδουλεμένο ιστό υπόπτων και γεγονότων, ο οποίος ανησυχητικά κλείνει όλο και περισσότερο γύρω της. Σε σημείο που κάποια στιγμή δεν την αφήνει να ανασάνει.
Μορφές ύποπτες κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τα πρώτα κεφάλαια για να χτίσουν με τον τρόπο τους την πλοκή και να ενεργοποιήσουν τους αστυνομικούς δέκτες του αναγνώστη. Το σπίτι ακριβώς απέναντι από τα Κοιμητήρια, με τις βαριές κουρτίνες και τη μυστηριώδη ιστορία που κρύβει, εντείνει την αγωνία. Οικογενειακά μυστικά και ίντριγκες, απόπειρες συγκάλυψης, διφορούμενα ευρήματα, πραγματικά φαντάσματα του παρελθόντος έρχονται στο προσκήνιο για να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Και μέσα σε όλα αυτά, μια σκιά που ελίσσεται τρομαχτικά, απειλητικά, και μπορεί να ξεγλιστρά αθέατη τα βράδια, μέχρι και την εξώπορτα του σπιτιού της Μαριαλένας, κάνοντάς την να αναρωτιέται πού βρίσκονται τελικά τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας.
Η «Ζωή νυχτοφόρος» είναι ένα μυθιστόρημα που παλεύει ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Από τη μια θέτει υπό αμφισβήτηση την ανθρώπινη φύση, ταυτόχρονα όμως είναι μια ωδή στη γυναικεία φιλία, στην καλοσύνη, στην ανθρωπιά, τα οποία τελικά είναι αυτά που λυτρώνουν και φέρνουν την κάθαρση. Δίπλα στη Μαριαλένα δεν αργεί να σταθεί για να τη στηρίξει η καλή της φίλη, η Ευαγγελία Σκλαβούνη. Σαν σε αρχαιοελληνική τραγωδία, μαζί, οι δύο αυτές ηρωίδες σέρνουν τον χορό. Άλλοτε το κάνουν αργά και βασανιστικά. Γιατί; Γιατί θέλουν να μας προβληματίσουν, να μας αναγκάσουν να αναθεωρήσουμε στάσεις και συμπεριφορές, θέλουν να πετύχουν να κοιτάξουμε λίγο μέσα μας και να ψάξουμε σ’ όλο αυτό, τον εαυτό μας. Άλλοτε πάλι η πλοκή γίνεται καταιγιστική, σαν να ακολουθεί τους χτύπους της καρδιάς της Μαριαλένας. Μιας γυναίκας που από τη μια βιώνει τις δικές της εσωτερικές μάχες, αλλά τελικά δε σταματά, ούτε εκφοβίζεται μπροστά στην ανακάλυψη της αλήθειας και στην απόδοση της δικαιοσύνης.
Από ένα βιβλίο, σαν αυτό που μας χάρισε ο Νεκτάριος, μόνο κερδισμένοι μπορούμε να βγούμε ως αναγνώστες.
Κερδισμένη βγαίνει και η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία. Γιατί τελικά νομίζω ότι αυτό σημαίνει να είσαι εκπρόσωπος του συγκεκριμένου είδους: να αφουγκράζεσαι τις αναταράξεις της κοινωνίας κι έπειτα να βουτάς την πένα σου στις ανησυχίες για το σήμερα και για το αύριο, με ορμή και αποφασιστικότητα.
Αν, λοιπόν, αγαπάτε τις ιστορίες μυστηρίου, η «Ζωή Νυχτοφόρος» αξίζει σίγουρα μια θέση στη βιβλιοθήκη σας.
(Μαργαρίτα Χαντζιάρα, Συγγραφέας- εκπαιδευτικός)
2. Διαβάζοντας τη Ζωή Νυχτοφόρο, η πλοκή της οποίας διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό προάστιο της Θεσσαλονίκης, ανακάλυψα μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληλοσύνδεση μεταξύ της περιγραφόμενης υπόθεσης μυστηρίου και της ιστορίας, ειδικά της πόλης αυτής. Είναι μια αίσθηση που αποκόμισα όταν διάβασα ότι η κεντρική ηρωίδα, η Μαριαλένα, διαπιστώνει την απουσία οποιουδήποτε ενδιαφέροντος για το ιστορικό παρελθόν του Θερίστρου, του φανταστικού προαστίου. Ζούμε, λέει στη φίλη της, σε έναν τόπο εντελώς φουτουριστικό, που έχει διαγράψει το παρελθόν του. Και είναι συνταρακτική αυτή η εικόνα και σκέψη. Αυτό δεν συμβαίνει τον περισσότερο καιρό με την ιστορία της πόλης μας, με την ιστορία κάθε τόπου, τελικά; Μόνο στις διάφορες επετείους, κι αυτές από την ανάγκη της επανάληψης, στοχαζόμαστε ότι εδώ περπάτησαν κι έζησαν τόσοι και τόσοι γνωστοί και άγνωστοι σε μας άνθρωποι. Βρίσκεται π.χ. κάποιος σε διάφορα σημεία του κέντρου της πόλης, και σκέφτεται ότι εκεί έλαβε χώρα το α ή το β γεγονός, ή ότι μυριάδες άνθρωποι στάθηκαν στο σημείο όπου στέκεται. Όταν ολοκληρώνεις την ανάγνωση, η οπτική της ηρωίδας παραμένει για λίγο μαζί σου, όπως συμβαίνει με κάθε βιβλίο στο οποίο βυθίζεται κανείς. Ή ένας άλλος χαρακτήρας στο μυθιστόρημα, ο ηλικιωμένος και άγνωστος ιστορικός Μίνωας Σεχίδης, είναι ο μόνος που μαζί με τον ιερέα του προαστίου αναφέρεται στους θρύλους για την Τουρκοκρατία, και λέει στη φίλη της Μαριαλένας ότι όλα στον τόπο μας, ακόμη και τα άψυχα, μιλάνε. Μα κι αυτός είναι ανήμπορος να μεταδώσει τον ενθουσιασμό του στους συντοπίτες του. Μόνο οι δυο φίλες του μυθιστορήματος ενδιαφέρονται, και από αυτές η μία είναι Βυζαντινολόγος. Αντίθετα με την ανημποριά, το σκέτο και στυγνό παρόν, ο παροντισμός μάλλον, φιμώνει τα πάντα και ως οδοστρωτήρας τα κάνει απλώς τουρισμό ή συλλογική ματαιοδοξία, αφού πρώτα έχει ανακηρύξει την εποχή μας ως την ανώτερη, ηθικότερη και πιο λαμπρή περίοδο της ανθρωπότητας χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. Αποτελεί έτσι το βιβλίο, εκτός άλλων, ένα έναυσμα για σκέψη πάνω στην ιστορία και της πόλης μας, και θέτει ορισμένα ερωτήματα στον καθένα μας.
Η φανταστική ιστορία για την αίρεση που υπήρχε παλιά στο Θέριστρο είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι του βιβλίου, καθώς ιστορίες παρόμοιες με αυτή, στηριζόμενες σε προφορικές παραδόσεις, υπάρχουν πολλές στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα για την θρησκευτική ομάδα των Βογόμιλων, των οποίων νεκροταφείο υπάρχει στη γειτονική Χαλκηδόνα, αν και δεν έχει αποδειχθεί οριστικά ότι είναι νεκροταφείο αυτής της αίρεσης. Οι Βογόμιλοι ήταν ο αντίποδας της περιγραφόμενης αίρεσης όσον αφορά την πολιτική τους στάση, και σύμφωνα με τις πηγές είχαν προέλευση ή συγγένεια με τους Παυλικιανούς της Μικράς Ασίας. Πολύ ωραία στο μυθιστόρημα συνδυάζονται, και μάλιστα με έμμεση αναφορά στην ιδιαίτερα πυκνή θεολογικά περίοδο προ της Άλωσης, οι τάσεις αυτές, από τη μία των Βογόμιλων που ήθελαν την ανεξαρτησία από θεσμικούς παράγοντες όπως η επίσημη εκκλησία ή ήταν πολύ αυστηροί σε θέματα ηθικής, και από την άλλη ο σχολαστικισμός των φιλενωτικών της ύστερης βυζαντινής περιόδου, που προέβαλαν έντονα το ορθολογικό στοιχείο. Ακόμη πιο ενδιαφέρων είναι ο συνδυασμός από τον συγγραφέα της τάσης για υποταγή στο Σουλτάνο των ανώνυμων αυτών αιρετικών, με τον αφορισμό τους από τους επιγόνους του τοπικού αρχιεπισκόπου Συμέων, ο οποίος αν και ανθενωτικός είχε εναντιωθεί τόσο στους λατινόφρονες (η πόλη ανήκε στους Βενετούς) όσο και στους ορθόδοξους οπαδούς της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους Οθωμανούς. Βέβαια, η ύπαρξη πραγματικών αιρέσεων, ιδεών, έντονων ζυμώσεων, και η ύπαρξη επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων, που αναπόφευκτα κάποιες φορές οδηγούσαν και σε συγκρούσεις, όπως και της μικρής τοπικής και φανταστικής αίρεσης του μυθιστορήματος με τους ορθόδοξους, καθιστά αβάσιμη την άποψη για την αβάστακτη ομοιομορφία της ζωής κατά το προνεοτερικό παρελθόν από το οποίο γλιτώσαμε. Αξιοσημείωτη είναι για όσους έχουν διαβάσει το Λειμωνάριο του Ιωάννη Μόσχου, κείμενο των αρχών του 7ου αιώνα, η αναφορά στη λαϊκή πρόληψη για το τρομακτικό που συνιστά η ύπαρξη εγκαταλελειμμένων κτισμάτων αιρετικών δοξασιών, γενικά κτισμάτων που συνδέθηκαν εσαεί με κάτι το αρνητικό. Ένας μοναχός, παρά τις προειδοποιήσεις του ηγουμένου του εγκαθίσταται στο κελί του φιλοωριγενιστή Ευάγριου Ποντικού, αλλά το κελί κρατά κάτι από την παρουσία του Ευάγριου, που είχε πεθάνει προ πολλού. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με ένα μυστηριώδες σπίτι κοντά στα κοιμητήρια του Θερίστρου.
Η ίδια η κεντρική ηρωίδα αισθάνεται ένα κενό νοήματος, παρ’ όλο που είναι μια συγκροτημένη και δυνατή προσωπικότητα, με τάση προς την περιπέτεια. Το κενό νοήματος ταιριάζει με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Θέριστρου, και η οικογενειακή της ζωή δεν είναι και η καλύτερη δυνατή, με μια καταπιεστική αδερφή, ένα διαζύγιο, τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας της, την άνοια του πατέρα της. Το αντίστοιχο της αδιαφορίας για το συλλογικό παρελθόν είναι ίσως ο εγκλεισμός του πατέρα της στο γηροκομείο από την αδερφή της παρ’ όλο που στην πραγματικότητα ο πατέρας δεν έχει τόσο μεγάλα προβλήματα που να απαιτούν την απομάκρυνσή του από τον υπόλοιπο κόσμο. Η ηρωίδα βρίσκεται σε ευάλωτη θέση, που χειροτερεύει με την κατά λάθος ανακάλυψη από αυτήν ενός πολύτιμου αντικειμένου δίπλα στο μνήμα της μητέρας της. Χάρη στη βοήθεια της φίλης της, που είναι και δημοσιογράφος, αρχίζει να ανακαλύπτει μια ιστορία που ποτέ δεν είχε υποψιαστεί.
Μέσα από τις παραθέσεις αποσπασμάτων από παλιότερα λογοτεχνικά έργα (Δ. Παπαρρηγόπουλος, Ντοστογιέφσκυ, Καρυωτάκης, Μήδεια, Στεργιόπουλος κ.ά.) στις προμετωπίδες των κεφαλαίων έχουμε μια σύνδεση της ζωής της ηρωίδας με ένα παράλληλο λογοτεχνικό ταξίδι.
Για μένα τα μυθιστορήματα μυστηρίου είναι ένας κάπως άγνωστος κόσμος μυστηρίου. Όμως το βιβλίο του Γιώργου-Νεκτάριου μου έκανε εντύπωση για το συνδυασμό ιστορικότητας και μύθου, τοπικότητας αλλά και γενικού προβληματισμού για αυτήν και την εποχή μας, παράλληλα φυσικά με την ίδια την πλοκή, που μου κράτησε ζωντανό το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Η ακινησία του προαστίου, η υποχρέωση να υποτάσσεται κανείς στις συμβάσεις και να μη ρωτά πολλά, η άγνοια για το ποιος πραγματικά είναι ο ίδιος και οι διπλανοί του είναι ίσως και το σκοτάδι του τίτλου που σκεπάζει τη ζωή της ηρωίδας.
(Γιάννης Ταχόπουλος, συγγραφέας)
3. Η πρώτη μου επαφή με το μυθιστόρημα ήταν οπτική: Στο εξώφυλλο μια ατμοσφαιρική εικόνα με ένα απροσδιόριστης εποχής και ρυθμού κτίσμα πνιγμένο μέσα στην ομίχλη -ατμόσφαιρα πάντως γοτθικού μυστηρίου-, ο τίτλος του και ο υπότιτλος “Μυθιστόρημα Μυστηρίου”. Ενθουσιάστηκα (“όχι άλλος ή άλλη αστυνόμος τάδε που λύνει την υπόθεση”, σκέφτηκα, “όχι άλλη καταιγιστική δράση… όχι άλλες ανατροπές” -όταν ακούω τη λέξη “ανατροπές” αντιδράει πια το στομάχι μου- και ξεκίνησα την ανάγνωση.
Από την αρχή ένιωσα ότι ο συγγραφέας δεν έχει γράψει απλώς ένα “αστυνομικό”, αλλά έχει πλάσει ένα ολόκληρο σύμπαν, τόσο πλούσιο και τόσο πρωτότυπο ανάμεσα στα αμέτρητα πια “αστυνομικά” που κυκλοφορούν. Λέξεις ξεχασμένες, σπάνιες, αχρησιμοποίητες στον καθημερινό μας λόγο, ή ευφάνταστα επινοημένες, τόσο όμορφες, τόσο μεστές νοήματος που δε θα μπορούσε ούτε μια να αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Αβίαστα, αρμονικά βαλμένες και συνδυασμένες στο κείμενο, πλάθουν εικόνες πλούσιες -τόσο οικείες και φυσικές και ταυτόχρονα ανοίκειες κι αφύσικες, απολαυστικά πρωτότυπες! Δε θεωρώ εκζήτηση ούτε ναρκισσισμό το λεκτικό οπλοστάσιο του συγγραφέα, γιατί δεν ένιωσα να αποζητά τον θαυμασμό προς τον ίδιο. Γίνεται τελικά το διακριτό ύφος του μυθιστορήματος.
Το κείμενο με απορρόφησε τόσο, ώστε έπαψα να σκέφτομαι τα εργαλεία της συγγραφής και βυθίστηκα στην ιστορία [Με δυο λόγια, από το οπισθόφυλλο: Η Μαριαλένα, με τη φίλη της δημοσιογράφο Ευαγγελία Σκλαβούνη, από την έρευνα βεβήλωσης κοιμητηρίου θα βρεθεί ανύποπτη στην ανακάλυψη μιας δολοφονίας… Το πτώμα θα κλαπεί από τους ψυκτικούς θαλάμους, το βαρύ πέπλο της λήθης θα ανασηκωθεί ανεπαίσθητα από το Θέριστρο…και η απατηλή, απολλώνεια διαύγεια θα δώσει τη θέση της στη νύχτα, όπου “χάσκει η άβυσσος γυμνή, ξεσκεπασμένη”…]
Η ηρωϊδα έχει μόλις θάψει τη μητέρα της και το μυστήριο αρχίζει μέσα από τα μνήματα, ξετυλίγεται κι απλώνει. Το σασπένς βαθμιαία αυξάνει σε ταχύτητα και ένταση. Υπάρχουν μυστικές κρύπτες, κρυφοί υποχθόνιοι διάδρομοι, κωδικοί που ανοίγουν πύλες, θρύλοι (“Στην Ιστορική επιστήμη λέγεται ότι ο πυρήνας ενός θρύλου είναι συνήθως αληθής. Θρύλος δε σημαίνει, δηλαδή, μύθευμα, παραμύθι…”), υπάρχει πολύ ενδιαφέρον υλικό από την άγραφη, προφορική παράδοσή μας, από τα μεταβυζαντινά χρόνια (η λέξη νεκροταφείο δεν υπάρχει πουθενά, οι τόποι ανάπαυσης των νεκρών είναι κοιμητήρια) και αυτό το σύμπαν, το τόσο ελληνικό και απλό, παραπέμπει ταυτόχρονα σε ιστορίες τρόμου και φαντασίας, γοτθική μυθοπλασία, ξένη αστυνομική λογοτεχνία περασμένων αιώνων.
Διαβάστε το και απολαύστε το:
-Αν είστε… βετεράνος αναγνώστης αστυνομικών και βαρεθήκατε τις τετριμμένες ιστορίες, τις άψυχες “κατασκευές” με “ανατροπές”.
-Αν θέλετε να απολαύσετε αστυνομική λογοτεχνία, που όχι μόνο δε σας προσβάλλει με την απλοϊκότητά της, αλλά έχει να συνεισφέρει στο είδος με γνώση, μαεστρία και πρωτοτυπία.
Το συγγραφικό σύμπαν του Γιώργου-Νεκτάτιου Παναγιωτίδη με κέρδισε. Ανυπομονώ να ξαναβρεθώ μέσα του, τυλιγμένη στην ομίχλη του επόμενου έργου του (και κάποια στιγμή πρέπει να μετρήσω με πόσες διαφορετικές λέξεις περιγράφει το φως και το σκότος!
(Μιμή Φιλιππίδη, Συγγραφέας-αρθρογράφος περί true crime)
Ετικέτες: Αρμός, Ζωή Νυχτοφόρος, Μυθιστόρημα μυστηρίου
Σχολιάστε