Πέρασαν οι μέρες, ήρθε και παρήλθε η μνήμη του επί Δεκίου μαρτυρήσαντος αγίου Μερκουρίου, του αγίου Στυλιανού Παφλαγόνος, του αγίου Στέφανου του Νέου μόλις χθες αλλά πρέπει να το πω. Η αγία Αικατερίνα συμβολίζει την απόλυτη αποτυχία της σημερινής παιδαγωγικής που βγάζει ανθρώπους που ζουν και δεν ξέρουν γιατί ζουν. Που ζουν ασκόπως. Που ζουν για τα μέσα για ένα σκοπό που, όπως προέβλεψε κατά λέξη και ο Νίτσε, είναι ανύπαρκτος. Όπως λέγανε και κάποιοι πολύ «αναρχικοί» για αυτήν την παιδαγωγική που πήραν, και που απέρριψαν: «go to school, get a job/send me on your way». Για άγνωστο σκοπό. Που δεν υπήρχε πλάνο να ευρεθεί κάποτε… Η αγία, από την άλλη, δημιουργούσε καταστρέφοντας και ‘μυκτηρίζοντας το δόγμα του τυράννου’ και ‘παύοντας’, η πολύαθλη’, ‘των ρητόρων'(50 ή κατ’άλλους, 150, και ανδρών) τις ‘φληνάφους ρήσεις’… Δεν ζούσε για το θέαμα, αλλά ζούσε για ό,τι ουσιωδέστερο.
Και έτσι κορόιδεψε τους γονείς της που την ήθελαν να παντρευτή αρχοντάδες και αρχοντόπουλα, για το καλό του βασιλείου, λέγοντάς τους ότι μόνο αν βρεθεί κάποιος περικαλλέστερος, πιο εγγράμματος, πιο ευγενικής καταγωγής, θα τον «υπανδρευθεί». Βέβαια, τέτοιος δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει. Και έτσι, η Αγία, αντί να «κάτσει φρόνιμα και να γίνει νοικοκύρης», πήγαινε γυρεύοντας και βρήκε τον ίδιο τον αυτοκράτορα, τύραννο Μαξιμίνο (τον β’), και του είπε ότι αυτά που πιστεύει ο ίδιος ο οιονεί θεός, είναι πλάνες. Παροιμιώδεις έχουν μείνει οι ρητορικοί της αγώνες με τους καλύτερους σοφιστές που διέθετε ο αυτοκράτορας. Τους κατατρόπωσε όλους, αποδεικνύοντας και πάλι τα του σπερματικού Λόγου, και κατά άλλους φέρνοντας στην επιφάνεια και πάλι τις σιβυλλικές προρρήσεις (λ.χ. Σίβυλλας της Ερυθραίας, το ποίημα π.Χ. περί της ζωής του Χριστού με την ακροστιχίδα).
Συγκομιδή: εκχριστιανισμένη και για αυτό καρατομημένη αυτοκράτειρα, εκχριστιανισμένοι και ομοίως τιμωρημένοι καλύτεροι παγανιστές ρήτορες/σοφιστές/φιλόσοφοι, απόδειξη συνεχούς αφθαρσίας στα μαρτύρια και της αδυναμίας της εξουσίας του Κράτους μπροστά στην επικεκλημένη ισχύ του Θεού, πλήθη συνταραγμένα από τα μέσα.
Και, ειλικρινά σας το λέω, με πονάει τόσο αυτή η σκέψη, του πόσο έχει μικρύνει η συγκομιδή σε Αικατερίνες σήμερα… Και ακόμη περισσότερο όταν υπάρχουν οι διαφαινόμενες καλές προθέσεις, αλλά η κοινωνία και η αγωγή της μας στέλνει να συναντήσουμε τον θάνατο της ψυχής, εξακολουθητικά και χωρίς τέλος… Βέβαια, η ελπίδα δεν καταισχύνει. Υπάρχουν πάντα κάποιοι και κάποιες, εδώ, που ξεφεύγουν από τις δαγκάνες κάνοντας το «αυτονόητο» πραγματικά και «όντες εκ της αληθείας». Έτσι, λοιπόν, σε ένα περασμένο μακρυά φθινόπωρο μνημονευόμενη μου είχε γράψει ευχές: «Καθε σου αγαθή επιθυμία ευχή μου». Και τέτοιες ευχές, μέσα από ένα σωρό αφόρητων κοινοτοπιών και τραγικά εσφαλμένων προσεγγίσεων, δεν μπορούν παρά να μείνουν «ανεξίτηλες». Διότι είναι η αρχή του τέλους της κοινωνίας του θεάματος. Όταν δεν προσπερνάς, αλλά σκύβεις, για να βρεις, κατά βάθος…
Τις ευχές μου σε όσους και σε όσες εορτάζουν και εόρταζαν, όλες αυτές τις ημέρες, λοιπόν…
Ετικέτες: σύγχρονος μηδενισμός, Αγία Αικατερίνα, επουσιώδη, κοινωνία του θεάματος, ουσιώδη
29 Νοεμβρίου, 2010 στο 8:39 ΠΜ |
[…] […]
29 Νοεμβρίου, 2010 στο 5:00 ΜΜ |
🙂 EYXARISTOYME FIL.GIA THN EULOGIA THS AGIAS AIKATERINHS
AN KAI OLIGON KA8YSTERHMENA!
TI SE EKANE NA THN 8YMHTHEIS?!
MIA NEA OSIA AIKATERINH-?
KALO PARADEISO
DIA THS METANOIAS
EN Αληθεία και ταπεινώση….
ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ ΑΛΛΗΛΟΙΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΩΝ ΤΑ ΒΑΡΗ ΒΑΣΤΑΖΟΝΤΕΣ….
-όλοι σε όλους ανεξαιρέτως!!!-
Εμπράκτως,με προθυμια
και με ακουραστη υπομονη,
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΤΙΜΑΕΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΗΣ
ΜΙΜΟΥΜΕΝΗ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ…
ΔΙΟΤΙ ΤΙΜΗ ΑΓΙΟΥ->ΜΙΜΗΣΙΣ ΑΓΙΟΥ!
ΕΥΛΟΓΗΣΟΝ+
29 Νοεμβρίου, 2010 στο 11:14 ΜΜ |
@AIMILIA
Εγώ ευχαριστώ για την προσοχή. 🙂 Πολλές αιτίες, τις έχω γράψει και παραπάνω… Αν θέλεις κάτι περισσότερο, δες και εδώ τι μας λέει ο φίλος συνιστολόγος και Χριστιανός μελετητής των Πατέρων:
So often I hear the despairing words, «Leave it to God! He will bring all to the light!» Yet I wonder, and I cry, «What if we are the light that He is calling and we cannot hear his voice?»
Δηλαδή: «Έτσι, συχνά ακούω τις απελπισμένες λέξεις «Αφήστε το στον Θεό! Αυτός θα τα φέρει όλα στο φως!» Παραταύτα αναρωτιέμαι, και κλαίω, «Τι κι αν είμαστε εμείς το φως που Αυτός καλεί και δεν μπορούμε να ακούσουμε την φωνή του;»
http://nonviolentjesus.blogspot.com/2010/09/what-if-god-is-calling-us.html
30 Νοεμβρίου, 2010 στο 3:30 ΜΜ |
kalimera-kalispera!
🙂 fil mou! 🙂
«Ο φίλος σου «αρπάζει» και εσύ δεν τον ξεσκεπάζεις;
😦
Φοβάσαι τον θυμό ακόμα και όταν δίκαια τον ξεσκεπάζει;?
Ξεσκέπασέ τον λοιπόν και έκφρασε την άρνησή σου λόγω της αγάπης για τον Χριστό, λόγω της αγάπης για εκείνον τον φίλο σου, σταμάτησέ τον, εάν βαδίζει την καταστροφή.
Στην φιλοξενία και στα όμορφα λόγια και στην κολακεία δεν βρίσκεται κάποια ιδιαίτερη πράξη αγάπης.»
+(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
se filw!+ 🙂
1 Δεκεμβρίου, 2010 στο 8:01 ΜΜ |
PAW STO NOSOKOMEIO.
EYXARISTW POLU OLOUS SAS
GIA OLA
KAI SYGXWRESTE ME
THN LEPRH POU TOLMHSA NA «XALASW»
THN PAREA SAS.
MPOREITE NA PANYGHRIZETE APO TWRA.
H XAZH PETHANE.
EYXARISTW.
1 Δεκεμβρίου, 2010 στο 9:31 ΜΜ |
…
Να σημειώσω εξ αρχής ήθελα -και το ξέχασα
-ότι οι φράσεις σε εισαγωγικά όπως ‘μυκτηρίζοντας το δόγμα του τυράννου’, ‘παύοντας’, ‘η πολύαθλη’, ‘των ρητόρων’,τις(τας) ‘φληνάφους ρήσεις, είναι ειλημμένες από τον Εσπερινό της Εορτής της Αγίας και ειδικότερα από την στήλη («Τα του Καίσαρος») του αδ. Γ. Ζερβού στο τελευταίο φύλλο της «Χριστιανικής»…
Αντίδωρο ελάχιστο ο βίος του υπέροχου Αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος, από τον αδ. Misha… 🙂 :
Ο ΑΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ
Ό άγιος ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ό έλεήμων έν είρήνη τελειούται.
»Θνήσκεις ό πάσαν άρετήν φερωνύμως,
»Πάτερ φιλήσας, τόν γε μήν οίκτον πλέον.
Κατά τούς χρόνους Κωνσταντίνου καί Είρήνης τών Βασιλέων έν έτει ψπ’, (780), είς τά μέρη τής Παφλαγονίας ήτο χώρα όνόματι ‘Αμνεια, ήτις ύποτάσσεται είς τήν Μητρόπολιν τής Γάγγρας. Είς τούτην ύπήρχεν άνθρωπός τις εύσεβής καί ένάρετος, καί Φιλάρετος είς τάς πράξεις καί τό όνομα, καί πολλά πλούσιος ψυχή τε καί σώματι. Είχε κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόδια έξακόσια, άλογα, χωράφια, άμπελώνας, καί άλλα όμοια· δούλους, καί ύπηρέτας. Είχε δέ καί γυναίκα όνόματι Θεοσεβώ εύγενικήν καί φοβουμένην τόν Κύριον, καί παιδίον άρσενικόν όνόματι Ίωάννην, καί θυγατέρας δύο, τήν μίαν έλεγαν Υπατίαν, καί τήν άλλην Εύανθίαν, αίτινες ήσαν πολλά ώραιόταται άπό όλας τάς γυναίκας τού τόπου έκείνου. Ήτον δέ ό Φιλάρετος πολύ έλεήμων, φιλόπτωχος, κα φιλόξενος, καί καθεκάστην έδιδεν άφθόνως τόν πλούτον τοίς πένησι. Πεινασμένους έχόρταινε, γυμνούς ένέδυε, τάς χήρας καί όρφανά έκύτταζε, ξένους ύπεδέχετο, καί απλώς όλους τούς ένδεείς εύσπλαγχνίζετο, καί τούς έδιδεν, είτι έχρειάζοντο, ού μόνον τούς πλησίον αύτού, άλλά καί κάθε άνθρωπον έφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, καί κατά άλήθειαν άλλος `Αβραάμ έγνωρίζετο είς φιλοξενίαν, καί τήν πρός τόν πλησίον συμπάθειαν. Ήκούσθη λοιπόν ή χριστομίμητος φήμη του είς όλην τήν Άνατολήν, καί ήρχοντο όλοι οί ένδεείς καί πένητες καί έλάμβανον παρ’ αύτού άλλος χρήματα, άλλος κτήνος, καί έτερος άλλο κατά χρείαν του. Ή οίκία τού Φιλαρέτου πρός τούς κεκαυμένους άπό τήν δίψαν τής πτωχείας ήτον πηγή ανεξάντλητος, καί όσον αύτός έδιδε μέ ίλαρόν πρόσωπον και γνώμην φιλάγαθον, τοσούτον καί ό πλουσιόδωρος Κύριος έπλήθυνε τά άγαθά αϋτού περισσότερον. Ό δε μισόκαλος καί δόλιος Δαίμων έφθόνησε τήν άρετήν τού άνδρός, καί έζήτησε παρά θεού έξουσίαν νά τόν πειράξη, ώσπερ ποτέ καί Ίώβ τόν άείμνηστον, λέγων ούτω. «δέν είναι θαυμαστόν, έάν από τά πολλά όπου έχει έλεεί τούς πτωχούς, άλλά άς έμβή είς πτωχείαν, καί τότε νά γνωρίσω τήν κάλωσύνην του.» Έδωκε θέλημα τού Δαίμονος νά τόν πτωχεύση, ότι άφ’ έαυτού του δέν έχει ποσώς έξουσίαν νά κακοποιήση τινά. Ό γάρ Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει, ταπεινοί καί άνυψοί, κατά τήν Γραφήν. Δίδων έν τοσούτω ό Αγιος κατά τό σύνηθες έλεημοσύνην, καί διαμοιράζων καθεκάστην τά κτήνη, καί τήν λοιπήν περιουσίαν αύτού, μέρος πάλιν άπό κλέπτας καί δυνάστας, καί έτέρας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν είς τελείαν πτωχείαν, ώστε δέν τού έμεινεν άλλο, είμή μόνον ένα ζευγάρι βόδια, είς όνος, μία άγελάς μέ τό μοσχάριόν της, καί τινα μελίσσια. Τά ζευγολατεία τά ήρπασαν δυναστικώς οί γεωργοί καί γείτονες, διότι ώς είδον ότι έπτώχευσε, καί δέν δύναται νά τά καλλιεργή, άλλοι στανικώς, καί άλλοι μέ παρακάλεσιν, έπήραν τούς τόπους του καί δέν τού άφησαν άλλο,είμή μόνον τήν οίκίαν όπου έκατώκει. Είς αύτά όλα όπου έπαθε δέν έλυπήθη, ούτε ποτέ έλάλησε λόγον απρεπή, άλλά καθώς όταν πλουτήση αίφνης ό άνθρωπος, όλως χαίρεται, ούτω καί έκείνος εύχαριστείτο είς τήν πτωχείαν, ένθυμούμενος τόν λόγον τού Χριστού, ότι δυσκόλως πλούσιος είς τήν Βασιλείαν τών Ούρανών είσελεύσεται.
β’ . Μίαν ήμέραν έπήρεν ό Φιλάρετος τό ζευγάρι του, καί ύπήγεν είς τό χωράφιον. Έργαζόμενος ουν εύχαρίστει τόν Κύριον, όπου έκοπίαζε μόνος του νά άποκτά τήν ζωοτροφίαν του μέ τόν ίδρώτα τού προσώπου του, κατά τήν άράν το Προπάτορος, καί παρεκάλει αύτόν νά τού δίδη ύπομονήν έως τέλους. Άλλος τις γεωργός πτωχός έδούλευε μέ τό ζευγάρι του είς τι χωράφιον έκει πλησίον, καί έπεσε τό ένα του βόδι, καί έψόφησεν, όθεν έλυπήθη πολύ, διότι ήτον πολλά πτωχός, καί έχρεώστει. Λοιπόν άπήλθεν είς τόν Φιλάρετον νά τού είπή τήν συμφοράν του, νά τόν παρηγορήση κάν μέ λόγον καλόν, έπειδή νά τού δώση βοήθειαν δέν ήδύνατο διά τήν πτωχείαν του. Ό δέ έλεήμων καί χριστομίμητος άνθρωπος, ώς είδε τόν πλησίον δακρυρροούντα, τόν έσυμπόνεσε, καί έξέζευξεν εύθύς τό ένα του βόδιον, καί τού τό έχάρισεν. Ό γεωργός θαυμάσας την άγαθήν προαίρεσιν του Άγίου, είπεν αυτώ. «Κύριέ μου, ήξεύρω ότι άλλο βόδιον δέν έχεις, καί πώς νά καλλιεργήσης τό χωράφι σου ;» Ό δέ άπεκρίνατο. «έχω άλλο καλλίτερον είς τόν οίκόν μου, καί λάβε το νά κάμης τήν ύπηρεσίαν σου, πρίν τό μάθη ή γυναίκα καί τά παιδιά σου νά πικρανθώσι.» Λαβών ούν αυτό ό γεωργός άπήλθε, δοξάζων τόν Θεόν, ευχόμενος τόν Άγιον, όπου έκαμεν είς έκείνον τοσούτον έλεος. Ό δέ Αγιος έπήρεν είς τόν ώμον του τόν ζυγόν καί τό αλέτρι, κα ύπήγε μέ τό ένα βόδι είς την οίκίαν του. Έρωτηθείς ύπό τής γυναικός του τί έγεινε τό άλλο βόδιον; είπεν, ότι έπεσε νά κοιμηθη όλίγον τό μεσημέρι, καί άφησέ το νά βόσκη, καί έφυγεν. Ό δέ υίός του έξήλθεν είς άναζήτησιν αύτού, καί εύρίσκων τόν γεωργόν ότι τό είχε έζευγμένον, έθυμώθη, καί τού λέγει «πώς έτόλμησες, άνθρωπε, νά ζεύξης κτήνος άλλότριον; διατί έπτωχύναμεν οί ταλαίπωροι, μάς καταφρονείτε τοσούτον καί αρπάζετε βιαίως τό πράγμά μας;» Ό δέ άπεκρίνατο» «τέκνον μου, παρακαλώ σε, μή όργίζου κατ’ έμού άναιτίως, διότι ό πατήρ σου μού τά έχάρισεν.» Ό δέ νέος τούτο άκούσας, άπήλθε περίλυπος, καί τό άνήγγειλε τής μητρός του, ή όποία έρριψε τά μανδήλιον άπό τό κεφάλι της, καί κλαίουσα έλεγε κατά τού άνδρός της ταύτα. «ώ άσπλαγχνε άκάματε, άν καί έμέ δέν λυπείσαι όπου νά μή σε ήθελα γνωρίση, άλλά κάν τά παιδία σου σπλαγχνίσου πώς νά ζήσωσι; πέτρινος είσαι καί άγροικος, καί έβαρέθης νά κοπιάζης· όθεν διά νά κοιμάσαι άμέριμνος έδωσες τό ζυγόν σου, καί όχι διά τόν Κύριον.»
Έκείνος δέ ύπέμεινε τούς όνειδισμούς μέ πραότητα, καί δέν τής άντιλογήθη ποσώς, διά νά μή χάση τόν μισθό τής έλεημοσύνης μόνον τής είπε. «μή λυπάσαι άδελφή μου, ότι ό Θεός είναι πλούσιος, καί δύναται νά μάς δώσ’ έκατόν είς τό ένα. Έκείνος τρέφει τά πετεινά τού Ουρανού, καί ήμάς θέλει αφήσει νά πεινάσωμεν; μή μεριμνάς περί τής αύριον, άλλ’ έλπισον είς αύτόν, νά σού δώση όσα χρειάζεσαι, καί ζωήν τήν αίώνιον.» Μετά πέντε ημέρας πάλιν, έκεί όπου έβοσκε τό άλλο βόδι τού γεωργού, έφαγε βοτάνι φαρμακερόν, καί έψόφησεν. Όθεν έλαβε έκείνο όπου τού έχάρισεν ό Φιλάρετος, καί του τό έστρεψε είς τόν οίκov του, λέγων· «διά τήν άμαρτίαν, όπου έκαμα, καί ήδίκησα τά παιδία σου, καί έπήρα τό βόδι σου, δέν έβάσταξεν ό Θεός τήν άδιακρισίαν μου, καί μού έσκότωσε καί τό έτερον.» Ό δέ Φιλάρετος τού έδωσε καί τό άλλο, είπών» «λάβε καί τούτο, έργάζου, διότι έγώ έχω είς τόν νούν μου νά ύπάγω είς τόπον μακρυνόν, καί δέν το χρειάζομαι.» Λαβών ούν αυτό ό γεωργός, άπήλθεν είς τήν οίκίαν του άγαλλόμενος, καί θαυμάζων είς τήν έλευθερίαν καί απλότητα τού Άγίου, ότι είς τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε, καί πάλιν τήν έλεημοσύνην δέν έπαυεν.
Ήρχισαν ούν νά κλαίουν τά παιδία μέ τήν μητέρα των, καί έλεγον πρός αλλήλους. «Κακώς έγνωρίσαμεν τόν άνθρωπον τούτον τόν σαλογέροντα, ότι έάν έπτωχεύσαμεν, άλλά είχαμεν κάν τό ζευγάρι παρηγορίαν, νά μή χαθούμεν άπό τήν πείναν οί τάλανες.» Ό δέ άγιος Γέρων τούς έπαρηγόρει, λέγων μή λυπείσθε, έχω χρήματα κεκρυμμένα είς τόπον τινά, τόσον πολλά, όπου έάν ζήσετε έκατόν χρόνους χωρίς νά δουλεύσετε, σάς φθάνουσι νά τρέφεσθε, καί νά ένδύεσθε, ότι έγώ έπρογνώρισα τήν πτωχείαν ταύτην, όπου έμελλε νά μάς έλθη, καί έπώλουν από τά κτήνη, καί έφύλαττον τά αργύρια.» Ταύτα τούς έλεγε μεθ’ όρκου, διότι έπρόβλεπεν, ώς προορατικός μέ τήν χάριν τού Παναγίου Πνεύματος, έκείνο όπου έμελλε νά τού έλθη ύστερον, όπερ καί έγένετο
γ’ . Έκείνας τά ημέρας ήλθεν διαταγή βασιλική, νά ύπάγουν οί στρατιώται είς πόλεμον κατά τών Άγαρηνών. Είς δέ στρατιώτης, Μουσούλιος όνόματι, ήτον πολλά πτωχός καί δέν είχεν άλλο πράγμα, μόνον τό άλογόν του καί ένα κοντάρι, καί καθώς έτρεχαν όλοι, έκεί όπου έκαμναν τήν δοκιμήν τού πολέμου βιαστικά, έτυχε καί έσκόνταψε τού πτωχού τό άλογον, καί έψόφησεν. Ήλθεν είς άπορίαν πολλήν, μή έχων νά άγοράση έτερον, καί άπελθών είς τόν άγιον Φιλάρετον, τόν κάλεσε νά τού δανείση τό άλογόν του, έως νά περάση ή δοκιμή, νά μή τον κακοποιήση ό Χιλίαρχος. Ό δέ Άγιος άκούσας τήν συμφοράν αύτού, τού τό έχάρισε τελείως λέγων αύτού· «λάβε τούτο άντί τού ίδικού σου, έχε το έως νά ζη, καί ό Θεός νά σέ φυλάξη άκίνδυνον.» Τό έλαβε ό Μουσούλιος, καί απήλθε δοξάζων τόν Κύριον. Ήλθε δέ καί άλλος τις πτωχός είς τόν Αγιον, καί το έζήτησε νά του δώση ένα μοσχάριον νά κάμη άρχήν, διατί ή δόσις του ήτον καλή, καί εί τινος ήθελε δώσει έλεημοσύνην, έπλήθυνεν ή εύλογία του, καί έπλούταινεν. Ό δέ Φιλάρετος έχώρισε εύθύς άπ τήν άγελάδα τό μοσχάριον, καί τό έδωσεν, ή δέ άγελάδα έζήτει τό τέκνον της, καί έφώναζε. Τότε τού λέγει ή γυνή του· «ήμάς δέν λυπείσαι άσπλαγχνε, άλλά κάν τήν αγελάδα δέν συμπονείς, καί τήν έχώρισες άπ τό παιδίον της ;» Ό δέ άπεκρίνατο «νά ήσαι εύλογημένη από τόν Θεόν, ότι δικαίως έλάλησας, καί δέν ήτο πρέπον νά τά χαρίσω.» Ταύτα ειπών, έπροσκάλεσε τόν πτωχόν έκείνον, όπου τού έδωσε τό μοσχάριον, καί τού λέγει. «ή γυναίκά μου λέγει, πώς έκαμε άμαρτίαν νά τά χωρίσω. Λοιπόν λάβε καί τήν μάνα του, καί ό Θεός νά τά εύλογήση είς τόν οίκον σου, νά σού τά πληθύνη, καθώς ποτέ καί τήν ίδικήν μου άγέλην». Καί ούτως έγεινε, καί άπέκτησε τόσα βόδια άπ’ έκείνην τήν εύλογίαν, ώστε έπλούτησεν. Ή δέ γυνή του έμέμφετο τόν έαυτόν της λέγουσα· «καλά έπαθα, διότι έάν δέν ήθελον όμιλήση, έμενε ή άγελάδα είς τήν οίκίαν μου.» Κατά τό έτος έκείνο έγεινε λιμός είς έκείνην τήν χώραν, καί μή έχων νά θρέψη τήν γυναίκα καί τά παιδία του, έπήρε τό κτήνος, καί άπήλθεν είς άλλον τόπον είς ένα του γνώριμον, καί έδανείσθη έξ κοιλά σίτου. Άφού λοιπόν έφθασεν είς τόν οίκόν του, όταν τό έξεφόρτωσεν, ήλθεν πτωχός τις καί τού έζήτησεν λίγον. Ό δέ είπε τής γυναικός του, νά του δώση τό ένα κοιλόν. Αύτή τού είπε. «δός μας πρώτον μερίδιον άπό ένα κοιλόν καθ’ ένός, καί τό έπίλοιπον δός το εί τινος θέλεις.» Ό δέ είπεν «άλλ’ έγώ δέν έχω μερίδα ;» Λέγει του έκείνη «σύ είσαι Αγγελος, καί δέν τρώγεις, διότι έάν είχες χρείαν άπό άρτον, δέν έχάριζες τόν σίτον, όπου έδανείσθης, καί τόν έφερες άπό τόσα μίλια.» Τότε έλάλησε πρός αύτήν, καί τής είπε· «ό Θεός νά σού συγχωρήση.» Έπειτα έμέτρησε δύο κοιλά, καί τά έδωσε τού πτωχού. Η δέ είπεν αύτώ «δός του τό ήμισυ φορτίον, νά τό μοιρασθήτε.» Λοιπόν έμέτρησε καί τό τρίτον κοιλόν, καί τού τό έδιδε. Μή έχων δέ ό πτωχός σακκί νά τό βάλλη, είπεν ή Θεοσεβώ περιπαικτικώς πρός τόν άνδρα της· δέν του δίδης καί τό σακκί νά λάβη;» Καί αύτός τού τό έδωσεν. Ή δέ πάλιν είπεν αύτώ· «διά τό πείσμά μου δός του όλον τα σιτάρι.» Καί αύτός τού τό έδωσε. Πλήν ό πτωχός μή δυνάμενος νά σηκώση έξ κοιλά σίτον διά μιας, είπε πρός τόν νέον Ίώβ· «άς μένη Κύριέ μου, νά τό μεταφέρω είς τόν οίκον μου. Ή δέ Θεοσεβώ είπε πρός τόν άνδρα της· «δός του καί τόν όνον, νά μή κάμνη τόσον κόπον ό άνθρωπος. Αύτός τήν εύχήθη, καί φορτώσας όλον τόν σίτον, τόν έδωσε τού πτωχού μέ τό κτήνος, καί άπήλθεν άγαλλόμενος. Ό δέ Φιλάρετος έλεγεν· ό πτωχός δέν έχει μέριμναν. «Γυμνός έξήλθον έκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός καί άπελεύσομαι.» Ή δέ συμβία αύτού έκλαιε μέ τά παιδία της πεινασμένοι, καί μή έχοντες τί νά φάγουν, έδανείσθη ένα ψωμί άπό τόν γείτονά της καί έβρασεν άγριολάχανα καί έφαγαν. Ό δέ Φιλάρετος ύπήγεν είς άλλον γείτονα, καί έδείπνησεν, εύχαριστών τόν Κύριον.
Είς δέ άρχων,φίλος μέγας τού Φιλαρέτου, όστις ήτον κυβερνήτης τής πόλεως, άκούσας ταύτην τήν έσχάτην πτωχείαν τού πρώην έκλαμπροτάτου φίλου του, τού έστειλε τεσσαράκοντα κοιλά σίτου, τόν όποίον βλέπων ό Άγιος εύχαρίστησε τόν Θεόν, όπου φροντίζει διά τούς δούλους του. Πλήν ή γυναίκα του τό έμοίρασε, καί έλαβε έκαστος πέντε κοιλά. Έλαβε τό μερίδιόν του καί ό Αγιος, καί έδιδε τοίς πτωχοίς άπ’ έκείνο, καί έως τήν τρίτην ήμέραν δέ είχε πλέον· άλλ’ όταν έτρωγεν ή γυνή του μέ τούς άλλους, ύπήγαινε καί αύτός, καί τού έδιδαν γογγύζοντες, καί λέγοντες αύτώ· «έως πότε δέν εύγάνεις τόν κεκρυμμένον βίον, νά άγοράζης νά τρώγης, άλλά έρχεσαι καί πέρνεις πάλιν απ’ έκείνο, όπου μάς έδωκες;».
Δέν του έμεινεν άλλο τι, παρά τά μελίσσια μόνον, καί όταν ήρχετο πτωχός τις μή έχων τί νά τού δώση, τόν έπερνεν είς τόν μελισσώνα, καί τόν έχόρταινε μέλι, καί ούτως έκαμνε καθ’ έκάστην, έως ού έμεινε μόνον ένα κοφίνι, τό όποίον ύπήγον κρυφίως τά παιδία του, καί τό έτρύγησαν. Πάλιν έλθών άλλος πτωχός, τόν ύπήγεν είς τόν μελισσώνα, καί μή εύρίσκων μέλι ποσώς, εύγαλε τό φόρεμά του, καί τού τό εδωσε, διά νά μή τον έκβάλη καινόν. Έρωτηθείς δέ ύπό τών παίδων, είπεν, ότι τό έχασε, καί μή δυνάμενοι νά τόν βλέπουν ούτως, έκοψεν ή γυνή του ένα της ρούχον, καί τό έκαμεν άνδρίκειον, καί τό έφόρει.
δ’. Τόν καιρόν έκείνον έβασίλευσεν ό φιλόχριστος Ειρήνη, καί Κωνσταντίνος ό υίός της, οίτινες έστειλαν στρατιώτας είς πάσαν πόλιν καί χώραν νά γυρεύσουν κόρην εύμορφον καί ένάρετον διά τόν βασιλέα. Άπελθόντες ούν είς όλας τάς πόλεις καί χώρας, ήλθον καί είς τήν Άμνειαν, καί ίδόντες οί βασιλικοί άνθρωποι τήν οίκίαν τού Φιλαρέτου μεγάλην καί εύμορφον, ένόμισαν ότι ήτο άρχων τις μέγας, καί προσέταξαν τούς ύπηρέτας νά καταλύσωσιν. Οί δέ άνθρωποι τής χώρας έλεγον· «μήν ύπάγετε αύτού αύθένται νά πεζεύσετε, ότι πτωχός τις γέρων κατοικεί είς αύτά, όπου δέν έχει τίποτε.» Οί δέ άπεσταλμένοι νομίζοντες ότι ήτο πλούσιός τις, καί τόν έφοβούντο οί άνθρωποι τής χώρας, καί δί αύτό τούς έμπόδιζαν, είπαν μετ’ όργής πρός τούς ύπηρέτας. «ύπάγετε έκεί, όπου σάς λέγομεν, καί τινός μήν άκούετε.»
Ό δέ φιλόθεος Φιλάρετος, έλαβε τήν ράβδον του, κα προϋπήντησεν αύτούς μέ πολλήν χαράν, καί τούς εύχήθη, καί ηύχαρίστησε, διότι έκαταδέχθησαν νά καταλύσουν είς τήν πενιχράν καί ταπεινήν του οίκίαν· έπειτα έπρόσταξε τήν γυναίκά του νά έτοιμάση φαγητόν έπιμελώς, νά τούς φιλεύσουν. Ή δέ είπε «μίαν όρνιθα δέν άφηκες ταλαίπωρέ, είς τόν οίκόν σου, καί τί νά τούς φιλεύσωμεν; ή νά μαγειρεύτω άγρια λάχανα ;» Λέγει της ό Αγιος. «άναψε έστίαν, στόλισε τό μέγα τρίκλινον, καί σπόγγισε τήν έλεφάντινον τράπεζαν, καί ό Θεός μάς στέλλει τώρα καί φαγητά όσα θέλομεν.» Ούτω λοιπόν ηύτρέπισεν ή γυνή, καί ίδού οί πρώτοι τής χώρας έφεραν άπό τήν ίδιαιτέραν θύραν κριούς, άρνία, όρνιθας, περιστέρια, κρασί παλαιόν, καί όσα άλλα έκαμναν χρεία, καί τά έμαγείρευσεν ή Θεοσεβώ έπιτήδεια μέ μυρωδικά, καί ηύτρέπιζαν τήν τράπεζαν έπάνω είς τό μέγα τρίκλινον, τό όποίον ήτο πολλά ώραιότατόν πράγμα, στρογγυλλοειδές, καί τόσον μεγάλον, ώστε έχώρει νά καθίσουν άνδρες τριάκοντα έξ. Ίδόντες ούν οί βασιλικοί άνθρωποι τοιαύτην εύπρέπειαν, καί τά φαγητά όπου έφεραν, τά όποία ήσαν άξια διά μεγάλους άρχοντας, καί τόν γέροντα ίεροπρεπή καί σεβάσμιον, διότι ήτο καθ’ όλα όμοιος τώ Αβραάμ ού μόνον είς τήν φιλοξενίαν, άλλά καί είς τήν θεωρίαν, έμειναν καταπολλά εύχαριστημένοι, καί καθώς έτρωγαν, ήλθεν ό υίός τού γέροντος ό Ίωάννης, είς τήν όψιν καί είς τό σώμα όμοιος τώ πατρί αύτού, άνδρείος ώς τόν Σαμψών, καί ώραίος ύπέρ τόν Ίωσήφ. Είσήλθον δέ καί τά έπίλοιπα έγγόνιά του, όπου έφερναν τά φαγητά είς τήν τράπεζαν, τών όποίων τό κάλλος, τήν εύταξίαν, καί παίδευσιν θαυμάσαντες οί στρατιώται, είπον τώ γέροντι «έχεις γυναίκα ;» Ό δέ είπε· «ναt κύριοί μου, καί αύτά τά παιδία είναι έγγόνια καί τέκνα μου.» Οί δέ είπον αύτώ· «άς έλθη λοιπόν ή γυνή σου νά μάς εύχηθή.» Άφού ήλθεν, ίδόντες αύτήν τοσούτον ώραίαν, μέ όλόν όπου ήτάν γηραιά, έθαύμασαν τό κάλλος της καί τήν εύπρέπειαν, καί ήρώτησαν έάν είχε καί θυγατέρας ; Ή δέ είπεν· «ή πρώτη μου θυγατέρα έχει τρία κοράσια.» Καί λέγουσιν» «άς έλθουν νά τά ίδούμεν κατά τήν πρόσταξιν τών θειοτάτων βασιλέων.» Ό δέ Γέρων είπεν» «άς φάγωμεν είτι έδωσεν ό Θεός νά χαρούμεν, ότι ή έντιμότης σας είσθε κοπιασμένοι άπό τόν δρόμον, νά άναπαυθήτε, καί αύριον, νά γένη τό θέλημα τού Θεού.» Ούτω διήλθον κατ’ έκείνην τήν ήμέραν. Τή έπαύριον έστολίσθησαν τά κοράσια, καί έξήλθον εύτάκτως, καί προσεκύνησαν τούς στρατιώτας μέ σχήμα θαυμάσιον. Οί δέ ίδόντες τό κάλλος αυτών, τήν στολήν, τήν κατάστασιν, καί εύταξίαν, καί τά έπίλοιπα άξια θαύματος, έξέστησαν καί έλαβον πολλήν άγαλλίασιν, καί μετρήσαντες αύτάς, εύρον τήν πρώτην ήλικίαν, καθώς ήθελαν, καί είς τό μέτρον τού ποδός ίσια, κατά τήν παραγγελίαν τού βασιλέως, καί ώμοίαζε μέ τήν ζωγραφίαν, όπου έβάσταζον. Τότε τάς έπήραν όλας μέ πολλήν χαράν, τόν γέροντα, τήν γυναίκα, καί όλους τούς συγγενείς του, ψυχάς τριάκοντα, καί άπήλθον είς τά βασίλεια.
Τά δέ όνόματα τών παίδων αυτού είσί ταύτα Ίωάννης ό πρώτος υίός. Η πρώτη του θυγατέρα Ύπατία, χήρα μέ δύο θύγατέρας Μαρίαν καί Μαρανθίαν. Έκλεξαν δέ καί άλλα δέκα κοράσια άπό άλλους τόπους, είς τάς όποίας ήτον καί τινός πλουσίου Γεροντιανού θυγατέρα, καλή είς τήν θεωρίαν, καί ύψηλόν τό φρόνημα έχουσα. Ή δέ του Έλεήμονος έγγόνη Μαρία είπε πρός τάς άλλας· «άς κάμωμεν άδελφαί συμφωνίαν πρός άλλήλας, όποία θελήσει ό Θεός καί βασιλεύσει νά εύεργετήση τάς άλλας.»
Ή δέ τού Γεροντιανού θυγατέρα άπεκρίθη· έγώ βέβαια τό γνωρίζω, ότι ώς πλουσιωτέραν, καί εύγενεστέραν είς τήν όψιν καί ώραιότητα, έμέ θέλει ό βασιλεύς, άλλά σείς, όπου είσθε πτωχαί καί άπροστάτευται, ματαίως έλπίζετε.» Ή δέ Μαρία άκούσασα έντράπη καί έσιώπησε, πλήν μέ τόν νούν της έπεκαλείτο τάς εύχάς τού Γέροντος νά τής βοηθήσουν.
Όταν έφθασαν είς τήν Κωνσταντινούπολιν, έφεραν πρώτον τού Γεροντιανού τήν θυγατέρα είς τον Σταυράκιον τόν παιδαγωγόν τού βασιλέως καί διοικητήν τού παλατίου καί ίδών αύτήν είπε· «καλή καί εύμορφη είναι, άλλά μέ τόν βασιλέα δέν τεριάζει..». Έδωκε πολλά χαρίσματα, καί τήν άπέστειλεν είς τόν τόπον της. Άφού έφεραν καί τάς άλλας, ίδών ό βασιλεύς, ή μητέρα του, καί ό Σταυράκιος τό κάλλος ύπέρλαμπρον τών έγγόνων τού Φιλαρέτου, έθαύμασαν τήν εύταξίαν αύτών καί εύγένειαν. Παρευθύς τήν μέν πρώτην Μαρίαν έστεφανώθη ό Βασιλεύς, τήν δευτέραν ένας μέγας Άρχοντας Πατρίκιος τό άξίωμα, καί τήν άλλην τής άλλης θυγατρός τού Αγίου έστειλαν είς τόν Λαγγούβαρδον βασιλέα τόν Άργούσην, όστις είχε ζητήση τόν καιρόν έκείνον νά τού στείλουν άπό τήν Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, νά τήν στεφανωθή είς γυναίκά του. Έγιναν ούν οί γάμοι χαρμονικώς, καί έκάλεσεν ό βασιλεύς τήν συγγένειαν όλην τού Φιλαρέτου, καί έδωκεν όλων, άπό τόν μέγαν έως τόν μικρότερον, τόπους πολλούς νά όρίζουσι, βίον πολύν, κτήματα, φορεσίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαριτάρια, καί οίκίας μεγάλας, νά κατοικούν πλησίον είς τό παλάτιον.
Τότε ένθυμήθησαν τήν πρόγνωσιν τού Γέροντος, όπού τούς έλεγε, ότι έχει βίον πολύν κεκρυμμένον, καί τόν έμακάριζαν, καί ηύχοντο, ότι ή καλή του γνώμη τούς έπροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ό δέ τίμιος καί άγιος Γέρων άπολαύσας άπό τόν βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δέν έλησμόνησε τών δωρεών τού Θεού, ούτε άφήκε τήν προτέραν συνήθειαν· άλλά εύχαρίστει λόγοις τε καί έργοις, άεί καί πάντοτε. Ήμέραν τινά είπε τής γυναικός καί τών συγγενών του: «άς κάμωμεν καί ήμείς πλουσίαν τράπεζαν, νά ύποδεχθώμεν τόν βασιλέα μέ όλους τούς άρχοντας.» Άφού ηύτρέπισαν, καί ήτοίμασαν όσα τούς έπρόσταξε, καί εύωδίασαν τόν τόπον νά ύποδεχθώσι τόν βασιλέα, έξήλθε τό πρωϊ ό μακάριος είς τούς δρόμους καί ρύμας τής πόλεως, καί όσους εύρε λωβούς, κουλούς, καί γέροντας, συμποσουμένους διαχοσίους τόν αριθμόν, προλαβών είς τόν οίκόν του, είπε τούς συγγενείς του. «τώρα έρχεται ό βασιλεύς μέ όλους τούς φίλους του..» οί δέ έκαμον θόρυβον πολύν καί οίκονομίαν, διά νά ύποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα. Ούτω βλέπουσι τούς πτωχούς, καί είσήλθον, καί όσοι είχον τούς πόδας των σώους έκάθησαν είς τήν τράπεζαν, καί οί έπίλοιποι χαμηλά; έπειτα έκάθησε καί ό καλεστής μαζή των. Οί δέ συγγενείς του έλεγον κρυφίως πρός αλλήλους των «άληθώς ό Γέρων τήν πρώτην τάξιν δέν τήν άμέλησεν, άλλά κάν τώρα δέν φοβούμεθα νά πτωχεύσωμεν.» Έπρόσταξεν ούν τόν υίόν του Ίωάννην, τόν όποίον έκαμεν ό βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, νά ύπηρετήση τήν τράπεζαν, όμοίως καί τά έγκόνιά του νά παραστέκωσιν έπιμελώς, καί όταν έσήκωσε τήν τράπεζαν, είπε ταύτα πρός τούς συγγενείς του· ίδού τό πράγμα, όπου σάς έταξα, σάς τό έδωσεν ό έλεήμων Θεός· τάχα χρεωστώ σας πλέον τίποτε;
Τότε αύτοί ένθυμήθησαν τούς λόγους τού άγίου Γέροντος, καί έδάκρυσαν, λέγοντες «άληθώς Κύριε έπρογνώριζες αύτά όλα ώς δίκαιος, καί φρόνιμα έκαμνες τήν έλεημοσύνην σου· ήμείς δέ ώς άγνωστοι έλυπήσαμεν τήν άγιωσύνην σου άλλά συγχώρησον ήμίν, ότι έσφάλαμεν είς τόν Θεόν καί ένώπιόν σου.» Ταύτα είπόντες, έπεσον είς τούς πόδας του· ήγειρεν αύτούς, λέγων· «ίδού ό Κύριός μου έκείνο όπου έταξε μέ τό άγιόν του στόμα είς τό ίερόν Εύαγγέλιον, νά δίδη έκατονταπλασίονα είς έκείνους όπου τόν άγαπώσι, καί έλεημονούν τούς πτωχούς μάς τό έδωκεν είδέ θέλετε νά κληρονομήσετε καί ζωήν αίώνιον, άς χαρίση έκαστος δέκα νομίσματα, νά τά δώσωμεν είς τούς καλεσμένους άδελφούς μας.»
Έκείνοι δέ μετά πάσης προθυμίας έκαμαν τό πρόσταγμά του, καί λαβόντες οί πένητες τήν εύλογίαν τού Δικαίου, άνεχώρησαν, εύχαριστούντες τόν Κύριον, καί εύχόμενοι δια τούς εύεργέτας αύτών. Μετά ταύτα είπε πάλιν ήμέραν τινά είς τούς ίδικούς του, έάν θέλετε νά έξαγοράσετε τό μερίδιόν μου, αύτά όπου μού έχάρισεν ό Βασιλεύς, άς μού δώση έκαστος τήν τιμήν έκείνου τού πράγματος, όπου θέλει νά λάβη, είδέ καί δέν θέλετε, τά χαρίζω είς τούς πτωχούς άδελφούς μου· έμέ δέ σώζει μόνον, ότι μέ λέγουν τού βασιλέως πατέρα.» Έκείνοι δέ έδωσαν, τήν τιμήν τών πραγμάτων ένός έκάστου, καί έγιναν έξήκοντα λίτραι άργύριον καί χρυσίον. Ταύτα άκούσας ό βασιλεύς καί οί άρχοντες, έπήνεσαν τήν πλουσίαν γνώμην αύτού, καί συμπάθειαν πρός τούς πένητας. Είχε δέ αύτήν τήν συνήθειαν ό μακάριος Φιλάρετος, καί δέν έδιδε ποτέ ένα νόμισμα, ή μίαν φόλαν, άλλά έγέμιζε τρία πουγγία όμοια καί ίσια όλα άπ’ έξω· είς τό ένα έβαλλε φλωρία, είς τα άλλο αργύρια, καί είς έτερον χαλκούν, καί τα έκράτει ό δούλος του, όπου τόν είχε διατεταγμένον διά τήν ύπηρεσίαν ταύτην. Όταν ήρχετο πτωχός νά ζητήση, έλεγε τού δούλου καί έφερε τό ένα πουγγί, όποιον ήθελε τόν φωτίση ό Κύριος, όπου έγνώριζε τήν χρείαν τών προσερχομένων· έπειδή είναι πτωχοί τινες είς τό φαινόμενον, όπου έχουσιν χρήματα, άλλά διά τήν παλαιάν συνήθειαν δέν αφήνουν τήν πλεονεξίαν, άλλά ζητούσι χωρίς νά έχωσι χρείαν. Πάλιν είναι άλλοι πολλοί, όπου ήσαν πλούσιοι, καί έπτώχευσαν, καί τό μέν άρχοντικόν φόρεμα βαστάζουσι διά τήν εύγένειάν των, άλλά μή έχοντες τά προς τήν χρείαν, είναι ανάγκη νά δέωνται. Ταύτα μελετών ό Άγιος, έδέετο τού Θεού νοερώς, νά τόν φωτίζη νά δίδη καθ’ ένός κατά τήν χρείαν αύτού, καί ούτως έβαλλε τήν χείρα του είς όποιον πογγίον ήθελε τύχη, καί έδιδεν όσα ήσαν Θεού θέλημα. Έλεγε δέ καί τούτο μεθ’ όρκου, ότι «πολλάκις έβλεπα τινά, όπου έφόρει καλόν ίμάτιον, καί έβαλα τήν χείρα μου νά τού δώσω όλίγα χρήματα, καί μή θέλων έγώ, ήπλωνεν ή χείρ μου, καί έλάμβανε πολλά καί πάλιν άλλο έθεώρουν μέ παλαιά φορέματα, καί έβαλα τήν χείρά μου νά λάβω πολλά καί έξέβαλεν λίγα.» Ούτως ούν έδιδε τήν έλεημοσύνην καθώς ήθελεν οίκονομήση ό Κύριος.
δ’ . Έζησεν είς τό παλάτιον ό δίκαιος Φιλάρετος έτη τριάκοντα, καί δέν ήθέλησε ποτέ νά φορέση μεταξωτόν ίμάτιον, ή χρυσόν ζωνάρι, ούτε άξίωμα ήθέλησε ποτέ νά λάβη βασιλικόν· μόνον άπό πολλήν παράκλησιν τού βασιλέως καί τής βασιλίσσης, έδέχθη μέ βίαν μεγάλη τήν άξίαν τού Ύπάτου, καί έλεγε· «σώζει που μέ λέγουν πάππον τής βασιλίσσης, όπου ήμην πτωχός τής γής, καί κοπρίας πένης.» Τόσον ήτον ταπεινός, που δέν ήθελε νά τού λέγουν άλλο όνομα, μόνον τό πρώτον, ό Άμνειάτης Φιλάρετος, ήτοι τής πενιχράς του χώρας τό όνομα.
Άλλ’ όταν ό Κύριος τού άπεκάλυψε καί τό τέλος τής ζωής του, έλαβε τόν ύπηρέτην έκείνον, όπου έκράτει τά βαλάντια τής έλεημοσύνης, καί άπελθόντες μυστικώς είς ένα Μοναστήριον τής πόλεως, όπου τό έλεγαν Κτίσις, καί έκατοικούσαν Παρθένοι Μονάστριαι, έζήτησεν άπό τήν Ήγουμένην μνήμα καί τής έδωσεν ίκανά άργύρια. Έκείνη τού έπρόσφερεν ένα μνήμα πελεκητόν καινουργή· ό δέ Άγιος τής είπε· «μετά δέκα ήμέρας έξέρχομαι άπό τήν ζωήν ταύτην, καί ύπάγω είς έτέραν βασιλείαν, καί θέλω νά ένταφιασθώ είς αύτό τό μνήμα τό άθλιον σώμά μου» τόν δέ ύπηρέτην έπαρήγγειλε νά μή τό όμολογή τινός. Άπελθών δέ είς τήν οίκίαν του έπεσεν είς τήν κλίνην άσθενησμένος, καί τήν έννάτην ήμέραν προσκαλεσάμενος πάντας τούς συγγενείς του, είπεν αύτοίς «τέκνα μου, ό Βασιλεύς μέ έκάλεσε, καί ύπάγω πρός αύτόν σήμερον.»
Οί δέ νομίζοντες ότι διά τόν γαμβρόν του λέγει, είπον αύτώ· «πώς δύνασαι νά ύπάγης πάτερ, όπου είσαι έξησθενημένος έκ τής άσθενείας ;» Ό δέ άπεκρίνατο. «έκείνοι που θέλουν νά μέ σηκώσωσιν μέ θρόνον χρυσόν, ίστανται έδώ δεξιά μου μέ δόξαν πολλήν, άλλά σείς δέν τούς βλέπετε.» Τότε έγνώρισαν τούς λόγους του, καί έκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ώς ποτέ έπί τόν Ίακώβ τά παιδία του.
Ό δέ Άγιος ένευσε μέ τήν χείρα του νά σιωπήσουν καί νουθετών, έλεγεν αύτοίς· «ήξεύρετε καλά τήν ζωήν μου τέκνα μου φίλτατα, πώς έκαμνα τήν έλεημοσύνην άπό τόν κόπον μου, καί όχι μέ άδικίας καί άρπαγάς· ένθυμείσθε τόν πλούτον όπου είχον πρώτον, καί τήν πτωχείαν όπου μού ήλθον έκ Θεού, καί πάλιν βλέπετε τούτον τόν έσχατον πλούτον, όπου ό Κύριος μέ έξαπέστειλε. Μή νά μέ είδετε ποτέ νά ύπερηφανευθώ είς τάς εύτυχίας; ή νά γογγύσω είς τήν πτωχείαν μου ; ή νά άδικήσω κανέν άνθρωπον; Λοιπόν ούτω κάμετε καί σείς, έάν ποθήτε τήν σωτηρίαν σας· μή λυπηθήτε τόν φθειρόμενον πλούτον, άλλά νά τον δίδετε εις τούς πτωχούς. Στείλετέ μου τον είς έκείνον τόν, Κόσμον, όπου ύπάγω έγώ, καί θέλω σάς τόν φυλάξει άσηπον, νά τόν εύρητε όταν έλθητε, μή τόν αφήσετε έδώ διά νά μή τόν χαρούσιν άλλοι, καί σείς νά όδυνάσθε αίώνια· άλλά διαμοιράσετε αύτόν είς χήρας καί όρφανά, είς φυλακισμένους καί πένητας, καθώς είδετε καί έκαμα έγώ, διά νά σάς τόν άνταποδώση ό πλουσιόδωρος Βασιλεύς νά άγάλλεσθε είς τήν ούράνιον Βασιλείαν αυτού άτελευτήτως.»
έ. Ταύτα καί άλλα πλείονα είπεν αύτοίς, έπειτα ώς προορατικός καί Άγιος έπροφήτευσε όσα μέλλουν νά πάθουν, λέγων πρός τόν Ίωάννην, ότι θέλει γεννήσει έπτά παιδία, καί τότε θά άποθάνη, καθώς καί έγεινεν· καί τόν δεύτερον είπεν, ότι όλίγον καιρόν θέλει ζήσει είς τήν νεότητα, καί όταν φθάση είς τα είκοσιτέσσαρα έτη, άποθνήσκει· ό όποίος έγεινε Μοναχός, διαμοιράσας τό πράγμά του τοίς πτωχοίς· καί όταν έφθασεν ε{ς τα είκοστόν τέταρτον έτος τής ήλικίας του, κατά τήν πρόρρησιν τού Άγίου, έτελείωσε μέ καλήν μετάνοιαν. Όμοίως καί τού τρίτου υίού προείπεν όσα έχει νά πάθη, καί πότε μέλλει νά άποθάνη. Αί δέ θυγατέρες καί έγγόναι είπον αύτώ· «εύλόγησον καί ήμάς πάτερ Άγιε.» Ό δέ είπεν· «εύλογημέναι νά είσθε παρά Θεού, καί θέλετε μείνει άμίαντοι άπό τού φιλαμαρτήμονος Κόσμου τούτου, καί είς όλίγον καιρόν ύπάγετε είς τήν Βασιλείαν τών Ούρανών.» Τό όποίον έγεινεν, ότι άφησαν όλα, καί έγειναν Καλογραίαι είς ένα Mοναστήριον τής Ύπεραγίας Θεοτόκου, καί άγωνισάμεναι καλά καί θεάρεστα, μέ νηστείας καί άγρυπνίας, έκαμαν δώδεκα έτη είς τήν μοναδικήν πολιτείαν, καί ούτως έκοιμήθησαν καί αί δύο μίαν ήμέραν.
Άφού εύχήθη ό μακάριος τήν γυναίκά του, καί όλην του τήν συγγένειαν, έλαμψε τό πρόσωπόν του ώσπερ τόν ήλιον, καί έψαλλε μετ’ εύφροσύνης. «Έλεον καί κρίσιν άσομαί σου Κύριε.» Καί τελειώνων όλον τόν Ψαλμόν, έξήλθέ τόση ευωδία είς όλον τόν οίκον, ώσπερ νά ήθελαν χύση μύρον πολύτιμον καί νά θυμιάζουν πολλά άρώματα. Τότε πάλιν είπε τό Σύμβολον τής Πίστες, ήτοι τό, «Πιστεύω είς ένα θεόν » καί τό «Πάτερ ήμών» καί όταν έλεγε· «Γεννηθήτω τό θέλημά σου» παρέδωκε τήν άγίαν του ψυχήν είς χείρας Θεού, γέρων ήδη καί πλήρης ήμερών, καί ούτε οί όδόντες αύτού, ούτε τό χρώμα τού προσώπου του μετεβλήθη έκ το γήρατος· αλλ’ άνθηρός και εύμορφος είς τήν όψιν, ώσπερ μήλον ή ρόδου ή θεωρία του.
Τότε ήλθεν ό βασιλεύς καί πάτα ή Σύγκλητος, καί όλη του ή συγγένεια, καί έθαψαν είς τόν τάφον, όπου ηύτρέπισεν ό ίδιος, τό τίμιον αύτού Λείψανον, καί έδωκαν τήν ήμέραν έκείνην πολλήν έλεημοσύνην εις τούς πτωχούς, οί όποίοι άκολουθούντες όλοι είς το άγιον Λείψανον, έβόων μετά δακρύων προς τόν Θεόν, λέγοντες. «διατί Κύριε μάς ύστέρησες τόν τροφέα καί εύργέτην μας; τίς νά ένδύση τά γυμνά μας σώματα; τίς νά πληρώση τά χρέη μας; τίς άλλος νά εύρεθή ποτέ, νά έχη πρός ήμάς τούς εύτελείς τοσαύτην συμπάθειαν;»
Ούτως οί πάντες ώδύροντο, καί ένας άπ’ έκείνους είχεν άπό τής γεννήσεώς του δαιμόνιον, όστις έπήγαινε συχνάκις ζώντος τού Αγίου καί έλάμβανε άπ’ αύτού έλεημοσύνην· τότε δέ άκολουθών καί αύτός είς τό Λείψανον, έφώναζεν άτάκτως, καί έδραξε τήν κλίνην νά τήν ρίψη.
Άφού δέ έφθασαν είς τόν τάφον, έρριψε τόν άνθρωπον είς τήν γήν, καί τόν έτάραξε, καί τότε έφυγε τό δαιμόνιον, καί έμεινεν ό άνθρωπος ύγιής διά πρεσβειών τού άγίου Φιλαρέτου. Οί δέ παρεστώτες έδόξασαν τόν Θεόν, που έδωκε τοσαύτην χάριν το δούλου του. Τότε τόν ένταφίασαν είς τήν Λάρνακα,τήν όποίαν ήγόρασεν είς τό Μοναστήριον τής Κρίσεως, ύμνούντες τόν Κύριον.
στ’. Αύτή είναι ή πολιτεία τού χριστομιμήτου καί φιλοικτίρμονος Φιλαρέτου, όστις εύηρέστησε τώ Θεώ, καί έδοξάσθη παρ’ αύτού είς τούτον τόν Κόσμον, καί είς τόν μέλλοντα κατηξιώθη τής αίωνίου μακαριότητος. Ας σπουδάσωμεν ούν καί ήμείς άδελφοί νά τόν μιμηθώμεν, έκαστος κατά τήν δύναμιν αύτού. Τούς πτωχούς καί ξένους άς έπιτηρήσωμεν, τούς φυλακισμένους άς κυττάξωμεν, τούς ασθενείς άς κυβερνήσωμεν, τάς Έκκλησίας άς έπιμεληθώμεν, καί άπλώς όσα έκαμεν ούτος ό Άγιος, άς τελέσωμεν, ίνα καί ένταύθα έν είρήνη καί όμονοία καί πάσι τοίς αγαθοίς διαπεράσωμεν. Ει δέ πάλιν καί έλθη μας πειρασμός έξ άνθρώπων, ή άπό φθόνον δαίμονος καί πτωχεύσωμεν, άς έλπίζωμεν επί τόν Κύριον αναμφιβόλως, καί πάντως , θέλει μάς δώσει έκατονταπλάσια, καί ζωήν τήν αίώνιον κληρονομήσομεν, έν Χριστώ Ίησού τώ Κυρίω ήμών, ώ ή δόξα καί τό κράτος είς τούς αιώνας. Αμήν
http://misha.pblogs.gr/2010/12/afhne-to-spitiko-toy-na-peinaei-kai-taize-toys-ftwhoys.html
6 Δεκεμβρίου, 2010 στο 9:48 ΜΜ |
ΚΑΛΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ